-
1 εμμελως
ион. ἐμμελέως1) стройно, слаженно(ὅ μὲν ἐ., ὅ δὲ πλημμελῶς κινεῖται Plat.; ἐ. καὴ μουσικῶς Arst.)
2) надлежащим образом, как подобает, умеренно(δαπανῆσαι μεγάλα Arst.; χρῆσθαί τινι Plut.)
3) удачно, метко(λεγόμενα Plut.)
4) кстати(ποιεῖν τι Plut.)
5) сдержанно, скромно, благопристойно(παίζειν Arst.)
6) стойко, терпеливо(φέρειν τὰς τύχας Arst.)
-
2 υπερφευ
adv. чрезмерно, необыкновенно(τιμᾶν τι Eur.)
ὑ. φρονεῖν Aesch. — возноситься мыслью слишком высоко;φέρειν ὑ. τὰς τύχας Eur. — переносить тягчайшие испытания
См. также в других словарях:
ανθρώπινος — η, ο (AM ἀνθρώπινος, η, ον και ος, ον) 1. αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση 2. αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ αυτόν αρχ. μσν. 1. εκείνος που είναι σύμφωνος με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους «ἀπέθανε (ενν. ο Ιησούς) κατὰ… … Dictionary of Greek